- στερέωμα
- το, ΝΜΑ [στερεῶ, -ώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, στερέωση2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ στερέωμα ἐν μέσῳ τοῡ ὕδατος», ΠΔ)νεοελλ.καθετί με το οποίο στερεώνεται κάτι («τού 'βαλα από κάτω γερά στερεώματα»)μσν.-αρχ.ενίσχυση, στήριγμα («σὺ εἶ τὸ στερέωμα τῶν προστρεχόντων σοι», Μηναί.)αρχ.1. στερεό σώμα2. η ισχύς στρατεύματος («τὸ στερέωμα τῆς παρεμβολής ἐν τοῑς δεξιοῑς», ΠΔ)3. επικύρωση, νομιμοποίηση4. σταθερότητα5. η στείρα πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.